- αλεξικέραυνο
- Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5-10 μ., που κατέληγε σε μια χάλκινη επιχρυσωμένη ακίδα και το οποίο ήταν κατακόρυφα τοποθετημένο στην κορυφή του κτιρίου. Το κάτω άκρο του ραβδιού συνδεόταν με το έδαφος με το ενδιάμεσο ενός αγωγού απαγωγής (χάλκινο σύρμα ή καλώδιο), τοποθετημένου στο μήκος της στέγης και των τοίχων του κτιρίου. Εκείνη την εποχή, το α. προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα. Αργότερα όμως διαπιστώθηκε πως δεν αποτελούσε πάντα αποτελεσματικό μέσο προφύλαξης από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις. Το ασφαλέστερο μέσο θα ήταν ένα μεταλλικό κλουβί που θα εγκλώβιζε ολόκληρο το κτίριο. Στην πράξη, στις συνθήκες αυτές πλησιάζει το α. με μεταλλικό πλέγμα οριζόντιων και κατακόρυφων αγωγών, που σχηματίζουν ένα δίχτυ με μεγάλα μάτια. Το σύστημα αυτό των αγωγών συνδέεται στη στέγη με μια σειρά από ομάδες μεταλλικών ακίδων και με το έδαφος.
Παράδειγμα διάταξης αλεξικέραυνων πάνω σε απομονωμένο σπίτι: οι χάλκινες ακίδες έλκουν τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις και έπειτα τις εκφορτίζουν στη γη, μέσω αγωγών, οι οποίοι πιθανώς να αποτελούν και στοιχεία του ίδιου του σπιτιού, όπως π.χ. η υδρορροή.
Παράδειγμα διάταξης αλεξικέραυνων πάνω σε απομονωμένο σπίτι: οι χάλκινες ακίδες έλκουν τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις και έπειτα τις εκφορτίζουν στη γη, μέσω αγωγών, οι οποίοι πιθανώς να αποτελούν και στοιχεία του ίδιου του σπιτιού, όπως π.χ. η υδρορροή.
* * *το τεχνολ.διάταξη που χρησιμεύει για την προστασία κτηρίων ή άλλων εγκαταστάσεων από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα τών κεραυνών. Γενικά τα αλεξικέραυνα είναι δύο ειδών: τα αλεξικέραυνα για κτήρια και τα αλεξικέραυνα για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι-* + κεραυνός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parafoudre < para- (στοιχείο που εκφράζει την έννοια τής προφυλάξεως, parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + foudre «κεραυνός»].
Dictionary of Greek. 2013.